- παλιογυναίκα
- η , παλιογύναικο τό1) дрянная, мерзкая, подлая женщина; негодница; 2) проститутка; шлюха (бран. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλιογυναίκα — παλιογυναίκα, η και παλιογύναικο, το 1. γυναίκα κακού χαρακτήρα, δύστροπη. 2. γυναίκα κοινή, πόρνη, εταίρα, παλλακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιογυναίκα — η, και παλιογύναικο, το 1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα 2. διεφθαρμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + γυναίκα] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γύναιο — το (AM γύναιον) ασήμαντη γυναίκα, παλιογυναίκα αρχ. μσν. προσφιλής, αγαπητή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. γύναιος ( α, ον)] … Dictionary of Greek
μπαγάσα — μπαγάσα, ἡ (Μ) παλιογυναίκα, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bagascia ή γαλλ. bagasse «πόρνη»] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλιοσκρόφα — η (υβριστικά) γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές, παλιοβρόμα, παλιογυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σκρόφα] … Dictionary of Greek
πουτάνα — η, Ν 1. κοινή γυναίκα, πόρνη, ιερόδουλη 2. συνεκδ. ανήθικη γυναίκα, παλιογυναίκα 3. φρ. «είναι παλιά πουτάνα» λέγεται για άνθρωπο παμπόνηρο που ξέρει πολλά κόλπα και δεν έχει ηθικούς φραγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puttana < putta «κορίτσι»] … Dictionary of Greek
παλιοβρόμα — η (υβριστικό για γυναίκα), η αισχρή, η κακής διαγωγής, αλλ. παλιογυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιοθήλυκο — το βλ. παλιογυναίκα και παλιοκόριτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)